- σιδερόχορτο
- και σιδεροχόρτι και σιδεροχόρταρο, το, Ν1. βοτ. κοινή ονομασία είδους τού φυτού ρούτα2. (λαογρ.) σπάνιο μυθικό φυτό που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, παρέχει σε όποιον τό κατέχει τη δυνατότητα τής διάνοιξης σιδερένιων κλείθρων, τής διάρρηξης σιδερένιων χρηματοκιβωτίων, τής καταστροφής τοίχων ή, τέλος, τής ανεύρεσης κρυμμένων θησαυρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδερο- (βλ. σιδηρο-) + χόρτο / χορτάρι (πρβλ. βαλσαμό-χορτο)].
Dictionary of Greek. 2013.